Ιστριανός — Ἰστριανός και Ἰστριηνός, ή, όν θηλ. και Ἰστριανίς (Α) [Ίστρος] 1. αυτός που κατοικεί κοντά στον ποταμό Ίστρο, ο Σκυθικός 2. φρ. «Ἰστριανὰ πρόσωπα» προσωπεία κατάστικτα που μοιάζουν με τα πρόσωπα τών Σκυθών δούλων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰστριανόν… … Dictionary of Greek
Ἰστριανός — Ister masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανά — Ἰστριανός Ister neut nom/voc/acc pl Ἰστριανά̱ , Ἰστριανός Ister fem nom/voc/acc dual Ἰστριανά̱ , Ἰστριανός Ister fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανῶν — Ἰστριανός Ister fem gen pl Ἰστριανός Ister masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανόν — Ἰστριανός Ister masc acc sg Ἰστριανός Ister neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανοῖς — Ἰστριανός Ister masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανοί — Ἰστριανός Ister masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανοῦ — Ἰστριανός Ister masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανούς — Ἰστριανός Ister masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανῆς — Ἰστριανός Ister fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστριανήν — Ἰστριανός Ister fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)